- ὀροβάκχη
- ὀροβάκχηdodderfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀροβάκχην — ὀροβάκχη dodder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροβάκχης — ὀροβάκχη dodder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροβάγχη — και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη… … Dictionary of Greek
ὀροβάκχαι — ὀροβάκχᾱͅ , ὀροβάκχη dodder fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)